μαγνήτιση

μαγνήτιση
η
1. η μετάδοση τών ιδιοτήτων τού μαγνήτη σε άλλα σώματα, η μετατροπή ενός μετάλλου σε μαγνήτη
2. μτφ. η άσκηση γοητείας πάνω σε κάποιον, έλξη, καταγοήτευση, μάγεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνητίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Καλλιβούρση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητόφωνο — Συσκευή, η λειτουργία της οποίας βασίζεται σε μαγνητικά φαινόμενα και η οποία χρησιμοποιείται για την εγγραφή, σε ειδική ταινία, και την αναπαραγωγή ήχων. Ουσιαστικά βασίζεται στη δυνατότητα μαγνήτισης εξ επαγωγής ενός στρώματος οξειδίου του… …   Dictionary of Greek

  • υστέρηση — Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητική διαπερατότητα — Η ιδιότητα των σωμάτων να είναι διαπερατά από μαγνητικές γραμμές· ακριβέστερα, ως (σχετική) μ.δ. ενός σώματος ορίζεται ο λόγος της μαγνητικής ροής που το διαρρέει όταν αυτό βρίσκεται εντός ομογενούς μαγνητικού πεδίου, προς τη μαγνητική ροή μιας… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρνετ, Σάμουελ Τζάκσον — (Samuel Jackson Barnett, Γούντσον, Κάνσας 1873 – 1956). Αμερικανός φυσικός. Υπήρξε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Στάνφορντ του Οχάιο και της Καλιφόρνιας (από το 1926 έως το 1944) και ασχολήθηκε κυρίως με μελέτες πάνω στον ηλεκτρομαγνητισμό και… …   Dictionary of Greek

  • μαγκεμίτης — ο (ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο τού σιδήρου, η σύσταση τού οποίου προσεγγίζει αυτήν τού τριοξειδίου τού σιδήρου και το οποίο παρουσιάζει υψηλή μαγνητική επιδεκτικότητα και έντονη παραμένουσα μαγνήτιση …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτισμα — το η μαγνήτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνητίζω. Η λέξη μαρτυρείται από το 1877 στο περιοδικό Όμηρος] …   Dictionary of Greek

  • μαγνητοσυστολή — Μεταβολές των διαστάσεων και της μορφής ενός σώματος όταν αυτό μαγνητίζεται. Οι μεταβολές αυτές, τις οποίες ανακάλυψε το 1842 ο Τζάουλ, είναι αισθητές, αν και πολύ μικρές, ιδιαίτερα στα σιδηρομαγνητικά υλικά. Πιο πρόσφατα ο Καπίτσα, με τη χρήση… …   Dictionary of Greek

  • παλαιομαγνητισμός — ο γεωλ. μαγνητισμός ο οποίος παραμένει σε ένα πέτρωμα ως αποτέλεσμα τού προσανατολισμού τού γήινου μαγνητικού πεδίου κατά την χρονική στιγμή τού σχηματισμού τού πετρώματος στο γεωλογικό παρελθόν, αλλ. παραμένουσα μαγνήτιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”